“Της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύανε και ταις αυγαίς κοιμώνται.
Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα,
μα είχαν κ' ένα γλυκό κρασί, που πίν' τα παλληκάρια”.
(Κλέφτικο)
Αγαπητοί Μυθολόγοι, σας ξαναβρίσκω άραγε πάνω στο μαγικό αριθμό 3, στην υπερδύναμη των γιγάντων και στα φίλτρα των μαγισσών της πανανθρώπινης έμπνευσης;
Αν κινείστε πάνω στο όχημά τους, αποβιβαστείτε πάραυτα!
Συνεπείς στην υπόσχεσή μας, αναχωρούμε από το σταυροδρόμι των λαών της γης. Το μαγικό 3 και τα πολλαπλάσιά του, τα υπεράνθρωπα κατορθώματα των βρεφών και των γιγάντων τα τοποθετούμε στο συρταράκι του νου, που θα το ανοίγουμε, όταν κάποιος δημιουργός τα ανακαλέσει με τη γραφή του.
Όσοι επιθυμείτε, λοιπόν, ελάτε μαζί μου να κινηθούμε στην εθνική διάσταση της λογοτεχνίας, στα μονοπάτια εκείνα που ξεχωρίζουν τον ένα λαό από τον άλλον και σφραγίζονται ως να είναι οι εθνικοί δρόμοι, που φτιάχνουν με επιμέλεια και αθάνατα υλικά οι απανταχού δημιουργοί, για να φανερώνουν την πατρίδα του καθένα μας.
Η πολιτισμική μας ταυτότητα
Αυτή τη φορά θα σταθούμε στους δικούς μας δρόμους, θα χαράξουμε την εθνική διάσταση του ελληνικού λόγου, που από την αρχαϊκή εποχή ως τα σήμερα έχει το ίδιο ενδιαφέρον, την ίδια σχεδόν σύσταση, γιατί επιτελεί τον ίδιο σκοπό, να μεταφέρει τον πολιτισμό μας όπουδήποτε πάνω στη γη, κι αυτός με τη σειρά του να μπορεί να ξεχωρίζει ως γνήσια ελληνικός.
Ταυτότητα είναι: Τα τραγούδια μας
Στη διαδρομή μας ξεπροβάλλουν, ως άνθη ομορφιάς, τα τραγούδια του λαού, αυτά που κάποιος χαρισματικός δημιουργός πλάθει και μας τα χαρίζει, χωρίς να νιώσει την ανάγκη να τα υπογράψει, ώστε να του αποδοθούν στο μέλλον πνευματικά δικαιώματα. Τα εκχωρεί σε όλους!
Μπορεί όμως να καμαρώνει ως απροσποίητος δημιουργός ενός έργου, το οποίο ζει ως τα σήμερα, ως κτήμα ισότιμα μοιρασμένο σ' όλους.
Τέτοια έργα αυθεντικά βρίσκει ο μεγάλος μας επικός ποιητής και εμπνέεται τα δυο μεγάλα αθάνατα έπη του. Θαυμάζει τραγούδια που μιλούνε για ξενητεμένους και να σου και ξεπροβάλλει η Οδύσσεια!
Τραγουδά των άλλων τραγούδια για αλώσεις πόλεων και έτοιμη, ηρωική και μεγαλειώδης και η Ιλιάδα!
Ο ξενιτεμένος για τον άγνωστο δημιουργό γυρνά, από τα χρόνια και τις αντιξοότητες ταλαιπωρημένος, και η γυναίκα του θέλει σημάδια να τον αναγνωρίσει, για να πέσει στην αγκαλιά του.
Ο Όμηρος την ιδέα μόνο δανείζεται και κάνει αριστούργημα τη σκηνή της αναγνώρισης Πηνελόπης- Οδυσσέα, όπως με τη σειρά του κάνει το ίδιο και ο άγνωστος δημιουργός μας στα νεότερα τραγούδια της ξενιτειάς(Γυρισμός του ξενιτεμένου).
Αυτόν ζήλωσε και ο Σεφέρης και μας παράδωσε το δικό του Γυρισμό!
(“Ο Γυρισμός του ξενιτεμένου” Γ. Σεφέρη).
Όμηρος και Δημοτική ποίηση με ιστορικό περιεχόμενο διαβάζονται και διδάσκονται στα σχολειά, μαζί με τα άλλα δημοτικά, πλούσιας σοδειάς και ποκίλης ύλης! Έχουμε λοιπόν ως έθνος να μετράμε:
1.Ακριτικά
2.Κλέφτικα
3.Της αγάπης
4.Νυφιάτικα
5.Τα ταχταρίσματα- νανουρίσματα
6 Της ξενιτειάς
7.Της εργασίας
8.Ιστορικά
9.Μοιρολόγια
10.Σκωπτικα
11 Γνωμικά.
12.Παραλογές
Αυτά είναι εθνικοί θησαυροί, που συσσωρεύει ο λαός, για να εκφράσει τη χαρά και τη λύπη, τον πόνο του για το πάρσιμο πόλεων, το θαυμασμό του για τους άθλους των αγωνιστών της πατρίδας του. Ό,τι συνταράζει την ψυχή του στην ιδιωτική ζωή, μα και ό,τι τον κάνει εθνικά υπερήφανο το κάνει τραγούδι και το προσφέρει στους αιώνες.
Είναι μια δημιουργία που ταξιδεύει μέσα στο χρόνο και ανταμώνει τον άνθρωπο της ομηρικής εποχής με το σημερινό. Τότε, απλώνοντας οι δυο τους τα χέρια, ενώνονται σ' ένα κοινό πολιτισμό, που αναγνωρίζεται πανανθρώπινα ως ελληνικός!
Τα δημοτικά μας τραγούδια είναι μια ζέουσα πηγή του έθνους, που συνέχεια τροφοδοτεί με νερό τις ρίζες του, που απλώνονται στα βάθη της ιστορίας και δίνουν καρπούς στα χαροκόπια, στις γιορτές μας, στις επετείους, στα μαζώματα τα οικογενειακά και τα φιλικά, όπου συνεορτάζουν όλες οι γενιές, πρόγονοι και απόγονοι, τιμώντας ακόμα και τη στιγμή της δημιουργίας τους.
Ποιος δεν ξέρει να χορεύει ένα κλέφτικο στους ρυθμούς και τα βήματα του τσάμικου, όταν γιορτάζουμε την επανάσταση του΄21, ή το Πάσχα;
Αοιδοί με τη φόρμιγγα, ο Φήμιος και ο Δημόδοκος, βάζουν το μέλος και όλοι, κλέφτες κι αρματωλοί, ο Διγενής και οι Κολοκοτρωναίοι, εμείς, αποτελούμε τον κύκλιο χορό στα χαροκόπια, έτσι που ν΄αναγαλλιάζει το αθάνατο πνεύμα του Ομήρου!
Στα γαμήλια γλέντια, στα λαϊκά πανηγύρια τα βήματα ακολουθούν το ρυθμό του καλαματιανού ή του συρτού και αναβαπτίζεται η ψυχή μέσα στο σπιρτώδες πνεύμα που τα δημιούργησε!
Τότε είναι που αναδύονται και τα έθιμά μας, μεταδομένα απο γενιά σε γενιά, που συνιστούν μια άλλη προφορική εθνική λογοτεχνία.
Ταυτότητα είναι: Τα Συμποσιακά Έθιμα
Ολόγυρα σ' ένα τραπέζι, που περιλαμβάνει φαϊ και ποτό, με τραγούδια της τάβλας, χτίζονται σχέσεις:
“Αφήστε τσι- τσ' αθιβολές και τσι πολλές κουβέντες,
πέτε τραγούδι του σκαμνιού, την τάβλα να πρεπίσει,
γιατί κι η τάβλα θέλει- το κι οι -γι- άντρες πεθυμούν -το,
κι ο νοικοκύρης του σπιθιού κρυφό καμάρι το' χει”.
Πρέπισμα της τάβλας είναι το τραγούδι και γύρω της αναπτύσσονται δεσμοί και φιλίες εμποτισμένες στο “ψωμί και το αλάτι” όπως συνηθίζουμε να λέμε:
“Εμείς φάγαμε ψωμί και αλάτι”, το λέμε, και αυτό είναι ένα είδος όρκου σιωπηρού, το συμφωνημένο υπονοούμενο, που δίνεται σ' ενα τραπέζι.
Την ώρα που τέρπεται ο λάρυγγγας των συνεστιαζομένων, δομείται μια σχέση ιερή! Τρώγοντας και πίνοντας εμείς οι Έλληνες δενόμαστε, όπως και οι πρόγονοί μας δένονταν στα συμπόσια, όπου ο διοργανωτής πρόσφερε, πέραν του φαγητού, θέαμα μουσικό, ορχηστρικό, μα και πνευματική τροφή, που φώτιζε το νόημα της ζωής.
Και μέσα σ' αυτή την ποικιλόμορφη δράση ξεπροβάλλει, ως πάγκαλο άνθος, και το έθιμο της φιλοξενίας, θεσμός τότε, που επόπτευε και προστάτευε ο Ξένιος Δίας.
Ιερό πρόσωπο ο ξένος, τον δεχόμαστε, τον φιλεύουμε, του δίνουμε την περίοπτη θέση στην ομήγυρη, προτού καν μάθουμε το όνομά του! Μετά τη φιλοξενία, ρωτάμε γι' αυτόν και τη γενιά του, γιατί έχουμε ήδη αποκτήσει ένα φίλο, που τον ξεπροβοδάμε, τον στέλνουμε στο καλό με δώρα στα χέρια του.
Φθάνουμε έτσι στα γνωστά μας συμποσιακά έθιμα, κρατώντας το ίδιο νήμα, που η άκρη του είναι δεμένη στα φαγοπότια των προγόνων, όπως τα συναντάμε στην ομηρική ποίηση, όπου οι ήρωες συμποσιάζονται αρκετά συχνά, ακόμα και πριν συστηθούν!
Ο Όμηρος βάζει τους ήρωές του να πυκνοτρώνε, ακόμα και απανωτά, κι αυτό ίσως και εντυπωσιάζει έναν ξένο μελετητή, όταν διαβάζει πως ο Οδυσσέας, για παράδειγμα, τρώει απανωτά τρεις φορές, μία στη σκηνή του Αγαμέμνονα, τη δεύτερη στου Αχιλλέα με τον Αίαντα και τον Φοίνικα, όταν ως πρεσβεία τον παρακαλούσαν ν' αφήσει το θυμό του(ραψ.Ι) και την τρίτη την ίδια νύχτα(ραψ.Κ), σαν γυρνά από κατασκοπευτική αποστολή!!
Ο ίδιος ήρωας αντιδρά, όταν ο Αχιλλέας μετά το θάνατο του Πατρόκλου ζητά να ενισχύσουν την επίθεση ενάντια στους Τρώες, λέγοντας πως ο στρατός πρέπει να φάει, να στυλωθεί, και μετά να πολεμήσει.
Ο Έληνας μέχρι σήμερα σ' όλες τις στιγμές, χαράς, πολέμου , λύπης συμποσιάζεται. Στρώνει τραπέζι στο γάμο να χαρούν όλοι οι καλεσμένοι, στον πόλεμο να πάρουν δύμαμη οι στρατιώτες, στο θάνατο να τιμηθεί αυτός που αφήνει τη ζωή.
Εκεί σφυρηλατούνται, στερεώνονται οι σχέσεις, ενοποιούνται τα συναισθήματα, συμμετέχουν ομαδόν στη ζωή, για το νόημα της οποίας και συζητάνε.
'Ετσι στην απορία του ξένου μελετητή των επών, εμείς οι Νεοέλληνες θ'απαντήσουμε ότι το φαγοπότι δεν έχει σχέση με τη λαιμαργία, αλλά με το χτίσιμο δεσμών πάνω στο “ψωμί” που τρώγεται αντάμα και στο άλας που το νοστιμίζει.
Έτσι μάθαμε από τους προγόνους μας: ν' απολαμβάνουμε τα αγαθά του τραπεζιού με τους άλλους και να νοιαζόμαστε για το πώς θα περάσουν οι άλλοι, όχι εμείς, σ' αυτή τη συμμετοχή!
Εδώ αξίζει ν' αναφέρουμε και τον λυρικό ποιητή Αρχίλοχο(7οςαι. π.Χ.) που επιτίθεται στον πεθερό του Λυκάμβη, γιατί πατά το λόγο του, ¨χωρίς να λογαριάσει το “αλάτι” που έφαγαν μαζί και μετάνοιωσε και δεν τον θέλει πια για γαμπρό του:
“Όρκον δ' ενοσφίσθης μέγαν, άλας τε και τράπεζαν”, του πετά κατάμουτρα, σκωπτικά, επίμονα!
Η παράδοση θέλει το Λυκάμβη και τις κόρες του να κρεμώνται από ντροπή!! Γιατί και ο όρκος και η περιφρούρηση της τιμής είναι αξίες για τον Έλληνα. Η προσβολή της τιμής του Αχιλλέα τον οδήγησε, όπως ξέρετε, ακόμα και σε αποχή από τη μάχη!
Και ο κλέφτης, στο παρακάτω τραγούδι την ίδια σχέση επικαλείται:
“Παιδιά Μοραϊτόπουλα και σεις Ρουμελιωτάκια,
μα το ψωμί που φάγαμε, μα την αδελφοσύνη,
περάστε από τον τόπο μου και από τους εδικούς μου”.
Στα κοινά τραπέζια στενεύουν οι δεσμοί και πλαταίνει ο νους, αφού περιλαμβάνουν και τη φιλοσοφική συζήτηση, που κυρίως άρχιζε με ερωτήματα σωκρατικού τύπου:
“τι κάλλιστον, τι χαριέστερον, τις των όντων ευδαιμονέστερος;”
Και η συζήτηση ολοένα και άνοιγε και γέμιζε και έχαιρε ο νους.
Στα σημερινά μαζέματα το ίδιο συμβαίνει, μόνο που σ' αυτά συμμετέχουν και οι γυναίκες, οι μόνιμα απούσες από τα τραπέζια της αρχαϊκής και κλασικής κοινωνίας. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα “προσθήκη”, αφού οι φιλοσοφικές αναζητήσεις έχουν πια ανάμεσά τους και τον θηλυκόν νουν!
Την επόμενη φορά, φίλοι μου, θα μπούμε στην ιεροτελεστία της ελληνικής φιλοξενίας, σ' ένα άλλο σταθμό, της ευγένειας και της γενναιοδωρίας, στην “εθνική οδό”της πνευματικής δημιουργίας.
Μέχρι τότε έρρωσθε και χαίρεσθε, αγαπητοί Μυθολόγοι!!!
Πηγή: Ι. Θ. Κακριδής: Ομηρικά
Albin Lesky: Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου